Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
meteoric
01
μετεωρικός, σχετικός με τους μετεωρίτες
pertaining to or consisting of meteors or meteoroids
02
μετεωρικός, ατμοσφαιρικός
of or pertaining to atmospheric phenomena, especially weather and weather conditions
03
αστραπιαίος, μετεωρικός
developing or reaching success in a quick way
Παραδείγματα
Her meteoric rise to stardom came as a surprise to many, given how quickly she gained popularity.
Η μετεωρική άνοδός της στη φήμη ήταν έκπληξη για πολλούς, δεδομένου του πόσο γρήγορα κέρδισε δημοτικότητα.
His meteoric career advancement was a result of his exceptional skills and dedication.
Η μετεωρική προαγωγή της καριέρας του ήταν αποτέλεσμα των εξαιρετικών του δεξιοτήτων και της αφοσίωσής του.
Λεξικό Δέντρο
micrometeoric
meteoric
meteor



























