Mensural
volume
British pronunciation/mˈɛnʃʊəɹəl/
American pronunciation/mˈɛnʃʊɹəl/

Ορισμός και Σημασία του "mensural"

01

having notes of fixed rhythmic value

02

of or relating to measure

word family

mensural

mensural

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store