LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mensural
/mˈɛnʃʊəɹəl/
/mˈɛnʃʊɹəl/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "mensural"
mensural
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having notes of fixed rhythmic value
02
of or relating to measure
word family
mensural
mensural
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
mensurable
menstruum
menstruation
menstruate
menstrual sponge
mensurate
mensuration
menswear
mental
mental ability
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App