Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to assonate
01
ασονάρω, έχω μια στενή ομοιότητα σε ήχους
to have a close similarity in sounds, particularly vowels
Λεξικό Δέντρο
assonate
asson
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ασονάρω, έχω μια στενή ομοιότητα σε ήχους
Λεξικό Δέντρο