Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Married couple
01
παντρεμένο ζευγάρι, σύζυγοι
two people who are legally united in marriage
Παραδείγματα
The married couple celebrated their tenth wedding anniversary.
Ο παντρεμένος ζυγός γιόρτασε τη δέκατη επέτειο του γάμου τους.
A married couple often shares legal and financial responsibilities.
Ένα παντρεμένο ζευγάρι συχνά μοιράζεται νομικές και οικονομικές ευθύνες.



























