LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Marge
/mˈɑːdʒ/
/ˈmɑɹdʒ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "marge"
Marge
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a spread made chiefly from vegetable oils and used as a substitute for butter
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
margay cat
margay
margate
margasivsa
margarita glass
margin
margin account
margin call
margin of error
margin of profit
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App