Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Maestro
01
μαέστρος, βιρτουόζος
an artist of consummate skill
02
μαέστρος, μαέστρος
a person who is an expert or master in conducting or directing an orchestra or musical performance
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μαέστρος, βιρτουόζος
μαέστρος, μαέστρος