LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Ash-leaved maple
/ˈaʃlˈiːvd mˈeɪpəl/
/ˈæʃlˈiːvd mˈeɪpəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "ash-leaved maple"
Ash-leaved maple
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
common shade tree of eastern and central United States
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
ash-key
ash-gray
ash-blonde
ash-bin
ash wednesday
ash-pan
ashamed
ashamedly
ashbin
ashcake
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App