Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Academia
01
η ακαδημαϊκή κοινότητα, η ακαδημία
the community of scholars and educators engaged in higher education and research
Παραδείγματα
She aspired to pursue a career in academia and become a professor of literature.
Προσπαθούσε να ακολουθήσει καριέρα στον ακαδημαϊκό χώρο και να γίνει καθηγήτρια λογοτεχνίας.
The conference brought together leading scholars from academia to discuss advancements in medical research.
Η διάσκεψη συνέκεντρωσε κορυφαίους μελετητές από την ακαδημαϊκή κοινότητα για να συζητήσουν τις εξελίξεις στην ιατρική έρευνα.



























