Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lumper
01
εργάτης λιμανιού, αχθοφόρος
a laborer who loads and unloads vessels in a port
02
ένας ταξινομολόγος που ταξινομεί τους οργανισμούς σε μεγάλες ομάδες με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά, ένας lumper
a taxonomist who classifies organisms into large groups on the basis of major characteristics
Λεξικό Δέντρο
lumper
lump



























