long play
long play
lɑ:ng pleɪ
λανγκ πλει
British pronunciation
/lˈɒŋ plˈeɪ/
LP

Ορισμός και σημασία του "long play"στα αγγλικά

01

πλήρες άλμπουμ, μακράς διάρκειας

a full-length album
example
Παραδείγματα
The vinyl enthusiast carefully placed the LP on the turntable, preparing to enjoy the full-length album.
Ο λάτρης των βινυλίων τοποθέτησε προσεκτικά το long play στον πικάπ, ετοιμαζόμενος να απολαύσει το πλήρες άλμπουμ.
The band's latest release is available in various formats, including CD, digital download, and a limited edition LP.
Η τελευταία κυκλοφορία του συγκροτήματος είναι διαθέσιμη σε διάφορες μορφές, συμπεριλαμβανομένου CD, ψηφιακής λήψης και μιας περιορισμένης έκδοσης long play.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store