LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Low-voltage
/lˈəʊvˈəʊltɪdʒ/
/lˈoʊvˈoʊltɪdʒ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "low-voltage"
low-voltage
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
subjected to or capable of operating under relative low voltage
high-tension
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
low-toned
low-tension
low-tech
low-sudsing
low-spiritedness
low-voltage wire
low-warp-loom
low-water mark
lowan
lowball
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App