LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Long island
/lˈɒŋ ˈaɪlənd/
/lˈɑːŋ ˈaɪlənd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "long island"
Long island
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an island in southeastern New York; Brooklyn and Queens are on its western end
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
long iron
long in the tooth
long hundredweight
long horse
long haul
long island iced tea
long john
long johns
long jump
long measure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App