LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Long-faced
/lˈɒŋfˈeɪsd/
/lˈɑːŋfˈeɪsd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "long-faced"
long-faced
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a face longer than the usual
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
long-eared owl
long-eared bat
long-distance running
long-distance runner
long-distance call
long-familiar
long-fin tunny
long-haired
long-handled
long-handled spade
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App