Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Logger
01
ξυλοκόπος, υλοτόμος
a person who is skilled at chopping down trees for wood
Παραδείγματα
The logger worked tirelessly to fell the large pine trees.
Ο υλοτόμος εργάστηκε ακούραστα για να κόψει τα μεγάλα πεύκα.
Logging is a dangerous job, requiring loggers to stay alert at all times.
Η υλοτομία είναι επικίνδυνη δουλειά, που απαιτεί από τους υλοτόμους να παραμένουν σε εγρήγορση όλη την ώρα.
Λεξικό Δέντρο
logger
log



























