logger
lo
ˈlɑ
λα
gger
gɜr
γκερρ
British pronunciation
/lˈɒɡɐ/

Ορισμός και σημασία του "logger"στα αγγλικά

01

ξυλοκόπος, υλοτόμος

a person who is skilled at chopping down trees for wood
example
Παραδείγματα
The logger worked tirelessly to fell the large pine trees.
Ο υλοτόμος εργάστηκε ακούραστα για να κόψει τα μεγάλα πεύκα.
Logging is a dangerous job, requiring loggers to stay alert at all times.
Η υλοτομία είναι επικίνδυνη δουλειά, που απαιτεί από τους υλοτόμους να παραμένουν σε εγρήγορση όλη την ώρα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store