LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Loaded down
/lˈəʊdɪd dˈaʊn/
/lˈoʊdᵻd dˈaʊn/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "loaded down"
loaded down
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
heavily burdened with work or cares
02
bearing a physically heavy weight or load
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
loaded
load-shedding
load-bearing wall
load-bearing
load up
loader
loading
loading area
loading dock
loading zone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App