Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to live in
01
ζω στη θέση, κατοικώ στη θέση
to reside at the place where one works or studies, usually in provided accommodation on the premises
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ζω στη θέση, κατοικώ στη θέση