Limping
volume
British pronunciation/lˈɪmpɪŋ/
American pronunciation/ˈɫɪmpɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "limping"

01

disability of walking due to crippling of the legs or feet

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store