Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Likelihood
01
πιθανότητα, ενδεχόμενο
the probability or chance of something occurring
Παραδείγματα
There is a high likelihood of rain this afternoon, based on the forecast and the current cloud cover.
Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα βροχής σήμερα το απόγευμα, με βάση την πρόγνωση και την τρέχουσα κάλυψη από σύννεφα.
The likelihood of winning the lottery is extremely low, given the odds of selecting the correct numbers.
Η πιθανότητα να κερδίσεις το λόττο είναι εξαιρετικά χαμηλή, δεδομένων των πιθανοτήτων επιλογής των σωστών αριθμών.
Λεξικό Δέντρο
unlikelihood
likelihood



























