Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
like sin
01
σαν αμαρτία, με όλη τη δύναμη
with great intensity, urgency, or to an extreme degree
Παραδείγματα
He was working like sin to finish the report on time.
Δούλευε σαν τρελός για να ολοκληρώσει την έκθεση εγκαίρως.
She ran like sin when she saw the bus pulling away.
Έτρεξε σαν τρελή όταν είδε το λεωφορείο να φεύγει.



























