LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lichanura
/lˌɪtʃɐnjˈʊəɹə/
/lˌɪtʃɐnjˈʊɹə/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lichanura"
Lichanura
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
boas of western North America
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
licentiousness
licentiously
licentious
licentiate of sacred theology
licentiate
lichanura trivirgata
lichee
lichen
lichen planus
lichen ruber planus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App