Lexicostatistic
volume
British pronunciation/lˌɛksɪkˌɒstɐtˈɪstɪk/
American pronunciation/lˌɛksɪkˌɔstɐtˈɪstɪk/

Ορισμός και Σημασία του "lexicostatistic"

lexicostatistic
01

pertaining to statistical methods used in studying the relations between languages

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store