Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leisure time
01
ελεύθερος χρόνος, χρόνος αναψυχής
the period of time when a person is not working or occupied with other responsibilities
Παραδείγματα
He enjoys reading books in his leisure time.
Απολαμβάνει να διαβάζει βιβλία στον ελεύθερο χρόνο του.
Leisure time is important for maintaining a healthy work-life balance.
Ο ελεύθερος χρόνος είναι σημαντικός για τη διατήρηση μιας υγιούς ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.



























