Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Leaf beet
01
σέσκουλο, τεύτλο
long succulent whitish stalks with large green leaves
02
σιλόκυκνος, σέσκουλο
beet lacking swollen root; grown as a vegetable for its edible leaves and stalks
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σέσκουλο, τεύτλο
σιλόκυκνος, σέσκουλο