LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lcm
/ˌɛlsˌiːˈɛm/
/ˌɛlsˌiːˈɛm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lcm"
Lcm
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the smallest multiple that is exactly divisible by every member of a set of numbers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lbf.
lazzaro spallanzani
lazybones
lazy susan
lazy daisy stitch
ldl
ldl cholesterol
ldtv
le
le douanier rousseau
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App