Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Landlady
01
ιδιοκτήτρια, ενοικιάστρια
a woman who makes her property such as a house, building, or piece of land, available for people to rent
Παραδείγματα
The landlady showed us around the apartment before we signed the lease.
Η σπιτονοικοκυρά μας έδειξε το διαμέρισμα πριν υπογράψουμε το συμβόλαιο μίσθωσης.
The tenants thanked their landlady for her prompt response to their concerns.
Οι ενοικιαστές ευχαρίστησαν την ιδιοκτήτρια για την άμεση απάντηση στα προβλήματά τους.
Λεξικό Δέντρο
landlady
land
lady



























