LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Lady-in-waiting
/lˈeɪdiɪnwˈeɪtɪŋ/
/lˈeɪdiɪnwˈeɪɾɪŋ/
ladies-in-waiting
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "lady-in-waiting"
Lady-in-waiting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a lady appointed to attend to a queen or princess
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
lady's-slipper
lady's-eardrops
lady's-eardrop
lady's tresses
lady's tobacco
lady-slipper
ladybeetle
ladybird
ladybird beetle
ladybug
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App