Lacrimator
volume
British pronunciation/lˈakɹɪmˌeɪtə/
American pronunciation/lˈækɹᵻmˌeɪɾɚ/

Ορισμός και Σημασία του "lacrimator"

01

a gas that makes the eyes fill with tears but does not damage them; used in dispersing crowds

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store