Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
laboriously
01
επίπονα, κουραστικά
in a way that requires a lot of effort or hard work, often slowly and with difficulty
Παραδείγματα
She climbed laboriously up the steep hill.
Ανέβηκε κουραστικά τον απότομο λόφο.
They laboriously cleared the rubble by hand.
Κοπιαστικά καθάρισαν τα ερείπια με τα χέρια.
Λεξικό Δέντρο
laboriously
laborious
labor



























