Labored
volume
British pronunciation/lˈeɪbəd/
American pronunciation/ˈɫeɪbɝd/
laboured

Ορισμός και Σημασία του "labored"

01

(of writing, speech, etc.) not natural and lacking fluency

02

requiring or showing effort

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store