Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
labor force
/lˈeɪbɚ fˈoːɹs/
/lˈeɪbə fˈɔːs/
Labor force
01
εργατικό δυναμικό, δύναμη εργασίας
the source of trained people from which workers can be hired
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εργατικό δυναμικό, δύναμη εργασίας