Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Knuckle
01
άρθρωση, καρπός του δακτύλου
a rounded joint where the fingers can bend or are joined to the hand
to knuckle
01
πιέζω ή τρίβω με τις αρθρώσεις, μασάω με τις αρθρώσεις
press or rub with the knuckles
02
ρίχνω ένα βόλο κρατώντας τις αρθρώσεις στο έδαφος, πετώ ένα βόλο με τις αρθρώσεις στο έδαφος
shoot a marble while keeping one's knuckles on the ground



























