LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Know apart
/nˈəʊ ɐpˈɑːt/
/nˈoʊ ɐpˈɑːɹt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "know apart"
to know apart
ΡΉΜΑ
01
recognize or perceive the difference
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
know a hawk from a handsaw
know
knout
knotty pine
knotty
know as
know better
know enough to come out of the rain
know from
know in the biblical sense
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App