Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Knee-high
01
καλτσέτες μέχρι το γόνατο, γόβες μέχρι το γόνατο
a type of hosiery that covers the foot and lower leg up to the knee
knee-high
01
μέχρι το γόνατο, ύψος γονάτου
tall enough to reach just below the knees
Παραδείγματα
She wore knee-high boots with her winter dress.
Φορούσε μπότες μέχρι το γόνατο με το χειμερινό της φόρεμα.
The grass was knee-high after weeks of rain.
Το γρασίδι ήταν μέχρι το γόνατο μετά από εβδομάδες βροχής.



























