Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Keypad
01
πληκτρολόγιο, αριθμητικό πληκτρολόγιο
a group of numbered buttons on a surface used for operating a TV, phone, computer, etc.
Παραδείγματα
The security system required a passcode to be entered on the keypad before granting access.
Το σύστημα ασφαλείας απαιτούσε την εισαγωγή ενός κωδικού στο πληκτρολόγιο πριν από την εκχώρηση πρόσβασης.
She dialed the phone number using the keypad on her mobile device.
Κάλεσε τον αριθμό τηλεφώνου χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιο στη συσκευή της.
Λεξικό Δέντρο
keypad
key
pad



























