Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Armed forces
01
ένοπλες δυνάμεις, στρατός
the military forces of a country, including the army, navy, air force, and sometimes other branches
Παραδείγματα
The armed forces are trained to protect the country from external threats.
Οι ένοπλες δυνάμεις εκπαιδεύονται για να προστατεύουν τη χώρα από εξωτερικές απειλές.
He enlisted in the armed forces after finishing his education.
Κατατάχθηκε στις ένοπλες δυνάμεις μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του.



























