LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Jural
/dʒjˈʊɹəl/
/dʒjˈʊɹəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "jural"
jural
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to law or to legal rights and obligations
word family
jural
jural
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
jupon
jupiter's beard
jupiter tonans
jupiter pluvius
jupiter fulminator
jurassic
jurassic period
juridic
juridical
juris doctor
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App