Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Joyride
01
βόλτα με αυτοκίνητο, διαδρομή με αυτοκίνητο για απόλαυση
a ride in a car taken solely for pleasure
to joyride
01
κάνω μια βόλτα με το αυτοκίνητο, οδηγώ για διασκέδαση
ride in a car with no particular goal and just for the pleasure of it
02
κάνω μια βόλτα για διασκέδαση, οδηγώ χωρίς άδεια
to take a vehicle, typically a car or motorcycle, for a ride without the owner's permission or for enjoyment
Παραδείγματα
He often joyrides around the neighborhood late at night.
Συχνά κάνει βόλτες για διασκέδαση στη γειτονιά αργά τη νύχτα.
They are joyriding in that fancy sports car they borrowed from their uncle.
Κάνουν βόλτα για διασκέδαση με εκείνο το φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο που δανείστηκαν από τον θείο τους.
Λεξικό Δέντρο
joyride
joy
ride



























