Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jitney
01
ένα μικρό λεωφορείο, ένα βαν
a small bus or van that operates on a flexible route and often picks up passengers at irregular intervals
Παραδείγματα
The jitney service provided transportation to remote areas not served by regular buses.
Η υπηρεσία jitney παρείχε μεταφορά σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν εξυπηρετούνταν από κανονικά λεωφορεία.
She hailed a jitney to get to the market on time.
Έπιασε ένα jitney για να φτάσει στην αγορά εγκαίρως.



























