Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jingle
01
τζίνγκλ, ευχάριστη μελωδία
a short catchy tune, often used in advertising
Παραδείγματα
The jingle for that soda brand is stuck in my head all day.
Το jingle για αυτή τη μάρκα σόδας κολλάει στο κεφάλι μου όλη μέρα.
The commercial ended with a cheerful jingle promoting the new car model.
Η διαφήμιση τελείωσε με ένα χαρούμενο τζίνγκλ που προώθησε το νέο μοντέλο αυτοκινήτου.
02
ένα κωμικό ποίημα, ένας κωμικός στίχος
a comic verse of irregular measure
03
μεταλλικός ήχος, κουδούνισμα
a metallic sound
to jingle
01
κουδουνίζω, ηχώ
to make or produce a tinkling or ringing sound
Λεξικό Δέντρο
jingly
jingle



























