Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Jeroboam
01
ιεροβοάμ, ένα μεγάλο μπουκάλι που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και το σερβίρισμα κρασιού ή άλλων αλκοολούχων ποτών
a large-sized bottle used for storing and serving wine or other alcoholic beverages, typically containing 3 liters
Παραδείγματα
The celebratory dinner called for a jeroboam of champagne, providing ample servings for all the guests to toast the occasion.
Το εορταστικό δείπνο απαιτούσε ένα jeroboam σαμπάνιας, παρέχοντας άφθονες μερίδες ώστε όλοι οι καλεσμένοι να προπίνουν στην περίσταση.
The sommelier presented a jeroboam of vintage Burgundy, showcasing the depth and complexity of the wine to the discerning patrons.
Ο σομολιέ παρουσίασε ένα jeroboam παλαιωμένου Burgundy, επιδεικνύοντας το βάθος και την πολυπλοκότητα του κρασιού στους διακριτικούς πελάτες.
02
Ιεροβοάμ, πρώτος βασιλιάς του βόρειου βασιλείου του Ισραήλ που οδήγησε τον Ισραήλ στην αμαρτία (10ος αιώνας π.Χ.)
(Old Testament) first king of the northern kingdom of Israel who led Israel into sin (10th century BC)



























