Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to jeer
01
χλευάζω, κοροϊδεύω
to mockingly laugh or shout at someone
Jeer
01
χλευασμός, γελοιοποίηση
showing your contempt by derision
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χλευάζω, κοροϊδεύω
χλευασμός, γελοιοποίηση