LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Installment buying
/ɪnstˈɔːlmənt bˈaɪɪŋ/
/ɪnstˈɔːlmənt bˈaɪɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "installment buying"
Installment buying
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a system for paying for goods by installments
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
installment
installing
installation charge
installation art
installation
installment credit
installment debt
installment loan
installment plan
installment rate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App