LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Inspectorship
/ɪnspˈɛktəʃˌɪp/
/ɪnspˈɛktɚʃˌɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "inspectorship"
Inspectorship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the office of inspector
word family
inspect
inspect
Verb
inspector
Noun
inspectorship
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
inspectorate
inspector maigret
inspector general
inspector
inspection and repair
inspiration
inspirational
inspirational fiction
inspirationally
inspiratory
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App