Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
infeasible
01
απραγματοποίητος, αδύνατος
not practical, possible, or achievable due to various limitations
Παραδείγματα
The proposed plan was deemed infeasible because it exceeded the budget by a large margin.
Το προτεινόμενο σχέδιο κρίθηκε αδύνατο επειδή ξεπέρασε κατά πολύ τον προϋπολογισμό.
Attempting to build a bridge without proper permits is an infeasible option.
Η προσπάθεια κατασκευής γέφυρας χωρίς τις κατάλληλες άδειες είναι μια ακατόρθωτη επιλογή.
Λεξικό Δέντρο
infeasible
feasible
feas



























