Infeasible
volume
British pronunciation/ɪnfˈiːzəbəl/
American pronunciation/ˌɪnˈfizəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "infeasible"

infeasible
01

not capable of being carried out or put into practice

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store