LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In utero
/ɪn juːtˈeəɹəʊ/
/ɪn juːtˈɛɹoʊ/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in utero"
in utero
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in the uterus
word family
in utero
in utero
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in use
in unison with
in two ways
in two shakes
in two minds
in vacuo
in vain
in vain the net is spread in the sight of the bird
in view of
in vino veritas
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App