LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In stride
/ɪn stɹˈaɪd/
/ɪn stɹˈaɪd/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in stride"
in stride
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
without losing equilibrium
word family
in stride
in stride
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in store
in stone
in stock
in stitches
in step with
in style
in summary
in sweet time
in sync with
in tandem with
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App