Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in secret
01
κρυφά, με μυστικότητα
in a manner that is away from public view or knowledge
Παραδείγματα
They met in secret to discuss their plans.
Συναντήθηκαν κρυφά για να συζητήσουν τα σχέδιά τους.
The lovers met in secret to avoid scrutiny from others.
Οι εραστές συναντήθηκαν κρυφά για να αποφύγουν την παρακολούθηση από άλλους.



























