LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In operation
/ɪn ˌɒpəɹˈeɪʃən/
/ɪn ˌɑːpɚɹˈeɪʃən/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "in operation"
in operation
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
being in effect or operation
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in one fell swoop
in one ear
in one case
in on the ground floor
in on
in opinion
in opposition to
in order
in order for
in order that
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App