LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In on
/ɪn ˈɒn/
/ɪn ˈɑːn/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in on"
in on
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
participating in or knowledgeable out
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in office
in obedience to
in no uncertain terms
in no time
in no circumstances
in on the ground floor
in one case
in one ear
in one fell swoop
in operation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App