LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In haste
/ɪn hˈeɪst/
/ɪn hˈeɪst/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in haste"
in haste
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a hurried or hasty manner
unhurriedly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in harness
in harmony with
in hands
in hand
in half
in height
in her own right
in her right mind
in hiding
in high dudgeon
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App